- αποτελευτησις
- ἀποτελεύτησιςἀπο-τελεύτησις-εως ἥ завершение, окончание Plat.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αποτελεύτησις — ἀποτελεύτησις, η (Α) 1. κατάληξη, αποτέλεσμα 2. επίτευξη … Dictionary of Greek
ἀποτελεύτησις — ending fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτελευτήσει — ἀποτελεύτησις ending fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἀποτελευτήσεϊ , ἀποτελεύτησις ending fem dat sg (epic) ἀποτελεύτησις ending fem dat sg (attic ionic) ἀποτελευτάω end aor subj act 3rd sg (attic epic ionic) ἀποτελευτάω end fut ind mid 2nd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτελευτήσεις — ἀποτελεύτησις ending fem nom/voc pl (attic epic) ἀποτελεύτησις ending fem nom/acc pl (attic) ἀποτελευτάω end aor subj act 2nd sg (attic epic ionic) ἀποτελευτάω end fut ind act 2nd sg (attic doric ionic aeolic) ἀ̱ποτελευτήσεις , ἀποτελευτάω end… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτελευτήσεσι — ἀποτελεύτησις ending fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτελεύτησιν — ἀποτελεύτησις ending fem acc sg ἀποτελευτάω end pres ind act 3rd sg ἀποτελευτάω end pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτελευτήσῃ — ἀποτελευτήσηι , ἀποτελεύτησις ending fem dat sg (epic) ἀποτελευτάω end aor subj mid 2nd sg (attic ionic) ἀποτελευτάω end aor subj act 3rd sg (attic ionic) ἀποτελευτάω end fut ind mid 2nd sg (attic doric ionic aeolic) ἀ̱ποτελευτήσῃ , ἀποτελευτάω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)